"Είμαι μια γυναίκα που φεύγει και στο έχω πει. Τους κανονισμούς της δραπέτευσης τους έχω μάθει.
Όταν μια γυναίκα θέλει να φύγει χρειάζεται για κουράγιο ένα άλλοθι. Πως ο άντρας που αφήνει είναι άχρηστος, πως είναι μικρόψυχος, δειλός, ψεύτης. Πως τη λιγοστεύει σα γυναίκα κι άλλα πολλά, πολλά, που μόνο η δειλία με τη φαντασία μπορούν να εφευρίσκουν.
Προσπάθησα να κάνω κι εγώ έτσι. Επί μήνες τώρα παλεύω να διευκολυνθώ. Να σε διευκολύνω κι εσένα καλέ μου. Αν σε κατηγορήσουν όταν σε εγκαταλείπουν, η εγκατάλειψη μοιάζει πιο λογική, πιο δίκαιη.
Εσύ όμως δεν την αξίζεις την προδοσία που σαν αράχνη, ύπουλα, πήγαινα να σου υφάνω. Εσύ ποτέ δε μου επέτρεψες και δεν καταδέχτηκες καμιά ευκολία.
Φεύγω και ξέρω πως αφήνω έναν άντρα απέραντο. Αφήνω μια κάρδια που ξεπέρνα τα μέτρα της καρδιάς μου.
Εσύ κουβαλάς την περηφάνια του καπετάνιου που είναι έτοιμος να βυθιστεί με το πλοίο του όταν το ζητήσουν οι νόμοι του ωκεανού.
Ωραίος που ήταν ο βυθός μαζί σου!
Τα φύκια της έκστασης γύρω μας ν' αργοσαλεύουν! Οι κόκκινοι αστερίες. Το άηχο! Η υγρή μας ατμόσφαιρα που νοσταλγούσες όπως ο ξενιτεμένος την πατρίδα.
Εσύ πάντα απαιτούσες απ' τον ουρανό να σου στέλνει δύσκολα τα αινίγματα να μην πλήττεις. Στη δουλειά, στη ζωή, στην αγάπη. Ακόμα κι έμενα σαν αίνιγμα με πόθησες. Με χρειαζόσουν σαν αίνιγμα που ερεθίζει το ακριβό σου πνεύμα.
Είμαι μια γυναίκα ρευστή, γι' αυτό μ' αγάπησες.
«Μου φεύγεις όταν σε ζητώ και με κατέχεις όταν σου φεύγω», μου έγραφες σ' εκείνο το μικρο γράμμα σου. Με θλίψη και με θαμβός τα έλεγες αυτά. Η θλίψη πλήρωνε πρόθυμα το θάμβος, ποτέ δε γκρίνιαζες για τη μοίρα σου γιατί είσαι από αυτούς που τη διαλέγουν. Διαλέγουν που να υποτάσσονται.
Μ' ευγνωμονούσες που μπόρεσα να μου παραδοθείς.
Εγώ όμως είμαι μίζερη, δεν σου παραδόθηκα. Εγώ πάλι φεύγω, πάλι βολοδέρνω. Εσύ όλα μου τα έδωσες, εγώ όμως τώρα θέλω πιο πολλά από τα όλα. Σέρνομαι σε νύχια τρέλας, σέρνομαι και σου φεύγω. Εσύ θα πονάς και για σένα και για μένα από δω και πέρα. Το ξέρω, ντρέπομαι, άλλα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Εσύ ξέρεις καλά, όλο μου το λεγες, πως τίποτα δεν ελέγχουμε δυσκολότερα από τον εαυτό μας. Τίποτα πιο άγνωστο, μου έλεγες.
Όμως εσύ είσαι από τη στόφα των αντρών που γνωρίζουν καλά τις γωνίες της ψυχής τους. Σπάνιο είδος, τυχερό στην ατυχία του κι άτυχο στην τύχη του. «Το δυσμενές προνόμιο», που σου άρεσε να μου λες όταν αιμορραγούσαν οι ευαισθησίες μου.
Εσύ μπορείς να δηλώσεις, « Εσένα ή τίποτα» και στην ανάγκη ν' ανοίξεις την πόρτα του τίποτα και να πέσεις μέσα.
« Στ' αλήθεια και για πάντα», όλο με διαβεβαίωνες και σε πιστεύω. Στον εαυτό μου δεν έχω εμπιστοσύνη αγάπη μου, ούτε στην αλήθεια μου, ούτε στο πάντα μου κι ας σου ορκιζόμουν για να δεσμευτώ και να ησυχάσω. Για την ειλικρίνεια μου, ναι. Για την ειλικρίνεια μου έχω βεβαιότητα. Μόνο γι' αυτη. Τόσο φτωχούλα.
Εγώ μόνο σ' ερωτεύτηκα ενώ εσύ μ' αγάπησες, με την κραταιά αγάπη λέω, την ως θάνατος. Εγώ, όχι. Που και που σε ζήλευα και σε ζηλεύω που μπόρεσες να κερδίσεις μέσα σου τόσο θάρρος. Εγώ, όχι...
Ο έρωτας πεθαίνει κι είναι στις κατάρες του να μην πεθαίνει ποτέ ταυτόχρονα και στους δυο. Πάντοτε ο ένας θα εγκαταλείπει. Ο ένας θα σηκώνει, μόνος του, τη ντροπή του προδότη, κι ο άλλος, μόνος του, τη ντροπή του προδομένου. Πιο είναι από τα δυο πιο βαρύ κανείς δε γίνεται από πριν να το ξέρει. Από αύριο θ' αρχίσουμε να το μαθαίνουμε αυτό. Κι εσύ, κι εγώ, καλή μου αγάπη.
Ο έρωτας μου τέλειωσε λοιπόν. Στο λέω γιατί είσαι ένας άντρας εύθραυστος, μονάχα την αλήθεια μπορείς ν' αντέξεις.
«Αχ Αίμα», θα πεις κι από όλους όσους καταραμένους τα ξέρουν αυτά, εσύ, εσύ πιο πολυ θα με καταλάβεις.
Βλέπεις, ήσουνα πάντα συνήγορος και του πιο άθλιου εαυτού μου. Στις άγριες συγκρούσεις μέσα μου, στα σκληρά δικαστήρια, εγώ ήμουνα ο κατήγορος κι εσύ ο συνήγορος μου πάντα. Με χάιδευες και μου ξεκλείδωνες όλες τις πόρτες προς την ελευθερία.
Για να το μάθω καλά τις ξεκλείδωνες: Το κάτεργο της ελευθερίας είναι το πιο δυσβάσταχτο να μάθω.
Πριν τρεις μέρες σ' άφησα στη βεράντα του ξενοδοχείου σκυμμένος στους αιώνιους φακέλους και στα χαρτιά σου.
Περπάτησα πολυ, επι ώρα, ανεβοκατέβαινα τους αμμόλοφους με πείσμα, με άγνωστο σίγουρο προορισμό, λες και με τραβούσε από κάποιο σημείο ορισμένο το αντίθετο μου. Κάποτε βρέθηκα να στέκομαι στον τοίχο που περιστοίχιζε ενα μοναστήρι. Η θύρα ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξα, μπήκα. Η ταπεινότητα του μαγνήτιζε τον εγωισμό μου, η ηρεμία του την τρικυμία μου. Μπήκα. Ο αυλόγυρος, η σιωπή. Κάπου ακουγόταν ενα ταλέντο. Βρήκα την ηγουμένη να κλαδεύει ελιές. Την πλησίασα, την ικέτεψα να μ' ακούσει. Φορούσε μαύρα, φορούσα κατακόκκινα. Μ' έσυρε μαζί της σ' ενα μισοσκότεινο δωμάτιο, πεντακάθαρο, άδειο σχεδόν. Ένας σταυρός μόνο στον τοίχο, Σταυρός χωρίς εσταυρωμένο.
Καθίσαμε πλάι πλάι κι άρχισα να μιλώ. Μ' έκανε να μιλώ και να της τα λέω όλα, όλα όσα μπορώ δηλαδή να ξέρω για μένα. Η απελπισία με κυριεύει, η απελπισία που με κυριεύει πριν την αναχώρηση. Η απελπισία που σε κάνει γενναίο ή γελοίο.
«Η απελπισία είναι το βαρύτερο», μου είπε η μονάχη. « Ο Ιούδας πιο πολυ αμάρτησε όταν απελπίστηκε και κρεμάστηκε παρά όταν πρόδωσε τον δάσκαλό του». Είπε ακόμα, « Αυτό που γυρεύετε το λένε, αιωνιότητα. Δεν θα το βρείτε σε ανθρώπινη σχέση». «Ναι, ναι», έκανα κι έκλαιγα.
«Ναι, ναι», κι έκλαιγα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω.
Πρέπει να φύγω τώρα αγάπη μου. Δυναμώνει η βροχή και πρέπει να φύγω. Οι γλάροι τέτοια ώρα τι γίνονται; Που πάνε οι γλάροι όταν φυσάει και βρέχει; Χθες τη νύχτα όλο το σκαφτόμουνα, ολο έλεγα να σε ξυπνήσω και να σε ρωτήσω. Το ξέχασα τελικά. κοιμήθηκα και δεν σε ρώτησα "
Έτσι τελείωνε το γράμμα, απότομα. Σαν κάτι να την εμπόδισε ξαφνικά. Χωρίς αποχαιρετισμό, χωρίς ούτε καν μια τελεία.
Σηκώνει στεγνά τα μάτια του. Κοιτάζει το απέραντο δωμάτιο της αναχώρησης της. Το κοιτάζει επι ώρα πολλή, σα να μετρά ένα γκρεμό, το κενό κάτω από μπαλκόνι, σα να ζητά ν' απομακρύνουν το δίχτυ ο σχοινοβάτης.
Κι ύστερα, σύντομα, διαυγώς, έντιμα, αποδέχεται το χειρότερο: Αδύνατο να μην την καταλάβει. Αδύνατο να μη την αγαπά. Τώρα πιο πολυ. Έτσι παλαβή, έτσι θανάσιμη με τον εαυτό της.
Είπε πράγματι, « Αχ Αίμα». "
▶️ Βιογραφία ~ Βιβλιογραφία εδώ
▶️ Για να διαβάσετε το βιβλίο εδώ
▶️ Ένα απόσπασμα εδώ
Όταν μια γυναίκα θέλει να φύγει χρειάζεται για κουράγιο ένα άλλοθι. Πως ο άντρας που αφήνει είναι άχρηστος, πως είναι μικρόψυχος, δειλός, ψεύτης. Πως τη λιγοστεύει σα γυναίκα κι άλλα πολλά, πολλά, που μόνο η δειλία με τη φαντασία μπορούν να εφευρίσκουν.
Προσπάθησα να κάνω κι εγώ έτσι. Επί μήνες τώρα παλεύω να διευκολυνθώ. Να σε διευκολύνω κι εσένα καλέ μου. Αν σε κατηγορήσουν όταν σε εγκαταλείπουν, η εγκατάλειψη μοιάζει πιο λογική, πιο δίκαιη.
Εσύ όμως δεν την αξίζεις την προδοσία που σαν αράχνη, ύπουλα, πήγαινα να σου υφάνω. Εσύ ποτέ δε μου επέτρεψες και δεν καταδέχτηκες καμιά ευκολία.
Φεύγω και ξέρω πως αφήνω έναν άντρα απέραντο. Αφήνω μια κάρδια που ξεπέρνα τα μέτρα της καρδιάς μου.
Εσύ κουβαλάς την περηφάνια του καπετάνιου που είναι έτοιμος να βυθιστεί με το πλοίο του όταν το ζητήσουν οι νόμοι του ωκεανού.
Ωραίος που ήταν ο βυθός μαζί σου!
Τα φύκια της έκστασης γύρω μας ν' αργοσαλεύουν! Οι κόκκινοι αστερίες. Το άηχο! Η υγρή μας ατμόσφαιρα που νοσταλγούσες όπως ο ξενιτεμένος την πατρίδα.
Εσύ πάντα απαιτούσες απ' τον ουρανό να σου στέλνει δύσκολα τα αινίγματα να μην πλήττεις. Στη δουλειά, στη ζωή, στην αγάπη. Ακόμα κι έμενα σαν αίνιγμα με πόθησες. Με χρειαζόσουν σαν αίνιγμα που ερεθίζει το ακριβό σου πνεύμα.
Είμαι μια γυναίκα ρευστή, γι' αυτό μ' αγάπησες.
«Μου φεύγεις όταν σε ζητώ και με κατέχεις όταν σου φεύγω», μου έγραφες σ' εκείνο το μικρο γράμμα σου. Με θλίψη και με θαμβός τα έλεγες αυτά. Η θλίψη πλήρωνε πρόθυμα το θάμβος, ποτέ δε γκρίνιαζες για τη μοίρα σου γιατί είσαι από αυτούς που τη διαλέγουν. Διαλέγουν που να υποτάσσονται.
Μ' ευγνωμονούσες που μπόρεσα να μου παραδοθείς.
Εγώ όμως είμαι μίζερη, δεν σου παραδόθηκα. Εγώ πάλι φεύγω, πάλι βολοδέρνω. Εσύ όλα μου τα έδωσες, εγώ όμως τώρα θέλω πιο πολλά από τα όλα. Σέρνομαι σε νύχια τρέλας, σέρνομαι και σου φεύγω. Εσύ θα πονάς και για σένα και για μένα από δω και πέρα. Το ξέρω, ντρέπομαι, άλλα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Εσύ ξέρεις καλά, όλο μου το λεγες, πως τίποτα δεν ελέγχουμε δυσκολότερα από τον εαυτό μας. Τίποτα πιο άγνωστο, μου έλεγες.
Όμως εσύ είσαι από τη στόφα των αντρών που γνωρίζουν καλά τις γωνίες της ψυχής τους. Σπάνιο είδος, τυχερό στην ατυχία του κι άτυχο στην τύχη του. «Το δυσμενές προνόμιο», που σου άρεσε να μου λες όταν αιμορραγούσαν οι ευαισθησίες μου.
Εσύ μπορείς να δηλώσεις, « Εσένα ή τίποτα» και στην ανάγκη ν' ανοίξεις την πόρτα του τίποτα και να πέσεις μέσα.
« Στ' αλήθεια και για πάντα», όλο με διαβεβαίωνες και σε πιστεύω. Στον εαυτό μου δεν έχω εμπιστοσύνη αγάπη μου, ούτε στην αλήθεια μου, ούτε στο πάντα μου κι ας σου ορκιζόμουν για να δεσμευτώ και να ησυχάσω. Για την ειλικρίνεια μου, ναι. Για την ειλικρίνεια μου έχω βεβαιότητα. Μόνο γι' αυτη. Τόσο φτωχούλα.
Εγώ μόνο σ' ερωτεύτηκα ενώ εσύ μ' αγάπησες, με την κραταιά αγάπη λέω, την ως θάνατος. Εγώ, όχι. Που και που σε ζήλευα και σε ζηλεύω που μπόρεσες να κερδίσεις μέσα σου τόσο θάρρος. Εγώ, όχι...
Ο έρωτας πεθαίνει κι είναι στις κατάρες του να μην πεθαίνει ποτέ ταυτόχρονα και στους δυο. Πάντοτε ο ένας θα εγκαταλείπει. Ο ένας θα σηκώνει, μόνος του, τη ντροπή του προδότη, κι ο άλλος, μόνος του, τη ντροπή του προδομένου. Πιο είναι από τα δυο πιο βαρύ κανείς δε γίνεται από πριν να το ξέρει. Από αύριο θ' αρχίσουμε να το μαθαίνουμε αυτό. Κι εσύ, κι εγώ, καλή μου αγάπη.
Ο έρωτας μου τέλειωσε λοιπόν. Στο λέω γιατί είσαι ένας άντρας εύθραυστος, μονάχα την αλήθεια μπορείς ν' αντέξεις.
«Αχ Αίμα», θα πεις κι από όλους όσους καταραμένους τα ξέρουν αυτά, εσύ, εσύ πιο πολυ θα με καταλάβεις.
Βλέπεις, ήσουνα πάντα συνήγορος και του πιο άθλιου εαυτού μου. Στις άγριες συγκρούσεις μέσα μου, στα σκληρά δικαστήρια, εγώ ήμουνα ο κατήγορος κι εσύ ο συνήγορος μου πάντα. Με χάιδευες και μου ξεκλείδωνες όλες τις πόρτες προς την ελευθερία.
Για να το μάθω καλά τις ξεκλείδωνες: Το κάτεργο της ελευθερίας είναι το πιο δυσβάσταχτο να μάθω.
Πριν τρεις μέρες σ' άφησα στη βεράντα του ξενοδοχείου σκυμμένος στους αιώνιους φακέλους και στα χαρτιά σου.
Περπάτησα πολυ, επι ώρα, ανεβοκατέβαινα τους αμμόλοφους με πείσμα, με άγνωστο σίγουρο προορισμό, λες και με τραβούσε από κάποιο σημείο ορισμένο το αντίθετο μου. Κάποτε βρέθηκα να στέκομαι στον τοίχο που περιστοίχιζε ενα μοναστήρι. Η θύρα ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξα, μπήκα. Η ταπεινότητα του μαγνήτιζε τον εγωισμό μου, η ηρεμία του την τρικυμία μου. Μπήκα. Ο αυλόγυρος, η σιωπή. Κάπου ακουγόταν ενα ταλέντο. Βρήκα την ηγουμένη να κλαδεύει ελιές. Την πλησίασα, την ικέτεψα να μ' ακούσει. Φορούσε μαύρα, φορούσα κατακόκκινα. Μ' έσυρε μαζί της σ' ενα μισοσκότεινο δωμάτιο, πεντακάθαρο, άδειο σχεδόν. Ένας σταυρός μόνο στον τοίχο, Σταυρός χωρίς εσταυρωμένο.
Καθίσαμε πλάι πλάι κι άρχισα να μιλώ. Μ' έκανε να μιλώ και να της τα λέω όλα, όλα όσα μπορώ δηλαδή να ξέρω για μένα. Η απελπισία με κυριεύει, η απελπισία που με κυριεύει πριν την αναχώρηση. Η απελπισία που σε κάνει γενναίο ή γελοίο.
«Η απελπισία είναι το βαρύτερο», μου είπε η μονάχη. « Ο Ιούδας πιο πολυ αμάρτησε όταν απελπίστηκε και κρεμάστηκε παρά όταν πρόδωσε τον δάσκαλό του». Είπε ακόμα, « Αυτό που γυρεύετε το λένε, αιωνιότητα. Δεν θα το βρείτε σε ανθρώπινη σχέση». «Ναι, ναι», έκανα κι έκλαιγα.
«Ναι, ναι», κι έκλαιγα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω.
Πρέπει να φύγω τώρα αγάπη μου. Δυναμώνει η βροχή και πρέπει να φύγω. Οι γλάροι τέτοια ώρα τι γίνονται; Που πάνε οι γλάροι όταν φυσάει και βρέχει; Χθες τη νύχτα όλο το σκαφτόμουνα, ολο έλεγα να σε ξυπνήσω και να σε ρωτήσω. Το ξέχασα τελικά. κοιμήθηκα και δεν σε ρώτησα "
Έτσι τελείωνε το γράμμα, απότομα. Σαν κάτι να την εμπόδισε ξαφνικά. Χωρίς αποχαιρετισμό, χωρίς ούτε καν μια τελεία.
Σηκώνει στεγνά τα μάτια του. Κοιτάζει το απέραντο δωμάτιο της αναχώρησης της. Το κοιτάζει επι ώρα πολλή, σα να μετρά ένα γκρεμό, το κενό κάτω από μπαλκόνι, σα να ζητά ν' απομακρύνουν το δίχτυ ο σχοινοβάτης.
Κι ύστερα, σύντομα, διαυγώς, έντιμα, αποδέχεται το χειρότερο: Αδύνατο να μην την καταλάβει. Αδύνατο να μη την αγαπά. Τώρα πιο πολυ. Έτσι παλαβή, έτσι θανάσιμη με τον εαυτό της.
Είπε πράγματι, « Αχ Αίμα». "
Απόσπασμα από το Υπέροχο Βιβλίο με τίτλο "Η Κραταιά Αγάπη", της Αγαπημένης Μάρως Βαμβουνάκη/ Ψυχολόγος, συγγραφέας, νομικά, συμβολαιογράφος...
▶️ Βιογραφία ~ Βιβλιογραφία εδώ
▶️ Για να διαβάσετε το βιβλίο εδώ
▶️ Ένα απόσπασμα εδώ
You Might Also Like... …
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου